- σέσωκα
- σώζωperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεσῴκασιν — σεσῴκᾱσιν , σώζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσώκασι — σεσώκᾱσι , σώζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσώκασιν — σεσώκᾱσιν , σώζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσωκ' — σέσωκα , σώζω perf ind act 1st sg σέσωκε , σώζω perf imperat act 2nd sg σέσωκε , σώζω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσωχ' — σέσωκα , σώζω perf ind act 1st sg σέσωκε , σώζω perf imperat act 2nd sg σέσωκε , σώζω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… … Dictionary of Greek